- ἀπατήλιος
- ἀπατήλιος: deceitful; only neut. pl., ἀπατήλια βάζειν, εἰδέναι, Od. 14.127, 288.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
απατήλιος — ἀπατήλιος, ον (Α) πανούργος, δόλιος, απατηλός … Dictionary of Greek
ἀπατήλιος — guileful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατήλιον — ἀπατήλιος guileful masc/fem acc sg ἀπατήλιος guileful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατήλια — ἀπατήλιος guileful neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατήλιε — ἀπατήλιος guileful masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… … Dictionary of Greek
ՊԱՏԻՐ — (իրք.) NBH 2 0610 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 7c, 8c, 9c, 10c, 11c, 12c ա. πειθός, πειθανός persuasorius, blandus, fallax ἁπατήλιος, λος decaptorius, fraudulentus, dolosus. (Որպէս թէ պատօղ իր, կամ վատ ինչ.) Արմատ Պատրելոյ. որպէս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)